απόκοντα

απόκοντα
απόκοντά επίρρ. следом, по пятам;

μας πήρε απόκοντα — он шёл за нами по пятам


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "απόκοντα" в других словарях:

  • απόκοντα — κ. αποκοντά επίρρ. 1. (για στάση) κοντά, πλησίον 2. (για κίνηση) κατά πόδας («τον πήρε απόκοντα τον παρακολούθησε επίμονα) …   Dictionary of Greek

  • απόκοντα — επίρρ. τροπ., από κοντά: Τον πήρε απόκοντα και τον είδε πού πήγε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντικόβω — κ. κόφτω κ. σκόφτω (Α ἀντικόπτω, Μ ἀντικόφτω, σκόφτω) 1. διακόπτω κάποιον που μιλά, τον σταματώ για να μιλήσω εγώ 2. δημιουργώ προσκόμματα, εμποδίζω μσν. νεοελλ. διακόπτω αρχ. 1. αντικρούω, απωθώ, αντιστέκομαι 2. προβάλλω αντιρρήσεις 3. πνέω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»